νεοσφακτος

νεοσφακτος
    νεόσφακτος
    νεό-σφακτος
    2
    свежепролитый, т.е. свежий
    

(αἷμα Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "νεοσφακτος" в других словарях:

  • νεόσφακτος — νεόσφακτος, ον (Α) 1. αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα 2. (για αίμα) αυτό που χύθηκε πρόσφατα («τοῡτο δὲ ἐστιν αἷμα οἷον νεόσφακτον», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • νεόσφακτον — νεόσφακτος newly shed masc/fem acc sg νεόσφακτος newly shed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»